αλκυλοπυρίτιο — Πυριτική ένωση. Βλ λ. σιλικόνες (χημική σύσταση) … Dictionary of Greek
αμφίδισκος — Πυριτική βελόνα που το σχήμα της μοιάζει με δύο οδοντωτούς τροχούς ενωμένους με άξονα. Οι βελόνες αυτές φυτρώνουν στο στερεό περίβλημα που χρησιμεύει για την προστασία του αποβλαστήματος και μπορούν να βρεθούν σε σπόγγους των γλυκών νερών και σε… … Dictionary of Greek
κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… … Dictionary of Greek
πυριτικός — ή, ό, Ν [πυρίτιο] χημ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πυρίτιο 2. (για χημικές ουσίες) αυτός που περιέχει πυρίτιο 3. φρ. α) «πυριτικά ορυκτά» (ορυκτ.) ενώσεις πυριτίου και οξυγόνου οι οποίες αποτελούν τα κύρια συστατικά τών πετρωμάτων που… … Dictionary of Greek
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek
ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… … Dictionary of Greek
δακίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα, το αντίστοιχο του χαλαζιακού διορίτη. Αποτελείται κυρίως από πλαγιόκλαστα και χαλαζία, που συνοδεύονται συνηθέστερα από βιοτίτη, ενώ ακολουθεί η κεροστίλβη και σπανιότερα ο αυγίτης. Ανάλογες είναι και οι ποικιλίες του:… … Dictionary of Greek
λεσσατελιερίτης — ο (ορυκτ.) φυσική πυριτική ύαλος η οποία έχει την ίδια χημική σύσταση με τα ορυκτά κοεσίτη, χριστοβαλίτη, κεατίτη, χαλαζία και τριδυμίτη, αλλά διαφορετική κρυσταλλική δομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lechatelierite < όν … Dictionary of Greek
μεγασκληρίτης — ο πυριτική βελόνηάκανθα μεγάλου μεγέθους που αποτελεί σκελετικό στοιχείο και απαντά στους δημοσπόγγους, χρησιμεύοντας στη στερέωσή τους … Dictionary of Greek
μικροσκλήρη — η ζωολ. πυριτική βελόνα μικρού μεγέθους τών δημοσπόγγων, η οποία,ανάλογα με το σχήμα της, καλείται αστήρ, σπείρα ή δραχμή … Dictionary of Greek